Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
ὑπήλυθε
ὑπήνεικαν
ὑπηνήτης
ὑπηοῖος
ὑπήριπε
View word page
ὑπέσχετο

3 sing. aor. ὑπίσχομαι.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέσχετο
Headword (normalized):
ὑπέσχετο
Headword (normalized/stripped):
υπεσχετο
IDX:
9205
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9206
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. ὑπίσχομαι.</p>'}