Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
ὑπήλθετε
View word page
ὑπερῴη

-ης, ἡ

[ὑπέρ.]

ShortDef

the upper part of the mouth, the palate

Debugging

Headword:
ὑπερῴη
Headword (normalized):
ὑπερῴη
Headword (normalized/stripped):
υπερωη
IDX:
9200
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9201
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ὑπέρ.]</p>'}