Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
ὑπέσχετο
ὑπέτρεσαν
ὑπέφηνε
ὑπέχευε
ὑπέχω
View word page
ὑπερωέω

[ὑπ-, ὑπο- 12 + ἐρωέω2.]

To start back under stress of something: ὑπερώησάν οἱ ἵπποι (thereat, in terror) Il. 8.122=314=Il. 15.452.

ShortDef

to start back, recoil

Debugging

Headword:
ὑπερωέω
Headword (normalized):
ὑπερωέω
Headword (normalized/stripped):
υπερωεω
IDX:
9199
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9200
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπ-, ὑπο- 12 + ἐρωέω2.]</p> <p>To start back under stress of something: ὑπερώησάν οἱ ἵπποι (thereat, in terror) Il. 8.122=314=Il. 15.452.</p>'}