Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνίημι
ἀνιηρός
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνίστημι
ἀνίσχω
ἀνιχνέυω
ἀνιών
ἀννέομαι
ἀνοήμων
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
ἀνστάς
ἀνστήσει
View word page
ἀνόλεθρος

[ἀ-1 + ὄλεθρος.]

Unscathed Il. 13.761.

ShortDef

not ruined, having escaped ruin

Debugging

Headword:
ἀνόλεθρος
Headword (normalized):
ἀνόλεθρος
Headword (normalized/stripped):
ανολεθρος
IDX:
919
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.920
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀ-1 + ὄλεθρος.]</p> <p>Unscathed Il. 13.761.</p>'}