Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
ὑπέστη
ὑπέσχεθε
View word page
ὑπερτερίη

-ης, ἡ

[ὑπέρτερος.]

App. = πείρινς · ἀπήνην ὑπερτερίῃ ἀραρυῖαν Od. 7.70.

ShortDef

upper part, awning, wagon-cover

Debugging

Headword:
ὑπερτερίη
Headword (normalized):
ὑπερτερίη
Headword (normalized/stripped):
υπερτεριη
IDX:
9194
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9195
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ὑπέρτερος.]</p> <p>App. = πείρινς · ἀπήνην ὑπερτερίῃ ἀραρυῖαν Od. 7.70.</p>'}