Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
ὑπερῴη
ὑπερωϊόθεν
ὑπερώϊον
View word page
ὑπέρσχῃ

3 sing. aor. subj. ὑπερέχω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπέρσχῃ
Headword (normalized):
ὑπέρσχῃ
Headword (normalized/stripped):
υπερσχη
IDX:
9192
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9193
Key:

Data

{'content': '<p>3 sing. aor. subj. ὑπερέχω.</p>'}