Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
Ὑπερίων
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
ὑπέρχομαι
ὑπερωέω
View word page
ὑπέροπλος

[ὑπερ- 6 + an unknown second element.]

Insolent, arrogant.

In neut. sing. ὑπέροπλον as adv., insolently, arrogantly : ἔειπεν Il. 15.185. Cf. Il. 17.170.

ShortDef

proudly trusting in force of arms, defiant, presumptuous

Debugging

Headword:
ὑπέροπλος
Headword (normalized):
ὑπέροπλος
Headword (normalized/stripped):
υπεροπλος
IDX:
9189
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9190
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπερ- 6 + an unknown second element.]</p> <p>Insolent, arrogant.</p> <p>In neut. sing. ὑπέροπλον as adv., insolently, arrogantly : ἔειπεν Il. 15.185. Cf. Il. 17.170.</p>'}