Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
Ὑπερίων
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
ὑπερφιάλως
View word page
ὑπεροπλίζομαι
[ὑπέροπλος.]
3 sing. aor. opt. ὑπεροπλίσσαιτο.
ShortDef
to vanquish by force of arms
Debugging
Headword:
ὑπεροπλίζομαι
Headword (normalized):
ὑπεροπλίζομαι
Headword (normalized/stripped):
υπεροπλιζομαι
IDX:
9187
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9188
Key:
Data
{'content': '<p>[ὑπέροπλος.]</p> <p>3 sing. aor. opt. ὑπεροπλίσσαιτο.</p>'}