Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
Ὑπερίων
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
ὑπέρτατος
ὑπερτερίη
ὑπέρτερος
ὑπερφίαλος
View word page
ὑπέρμορον
[use as adv. of neut. sing. of ὑπέρμορος fr. ὑπερ- 4 + μόρος. Also written ὑπὲρ μόρον.]
ShortDef
beyond fate
Debugging
Headword:
ὑπέρμορον
Headword (normalized):
ὑπέρμορον
Headword (normalized/stripped):
υπερμορον
IDX:
9186
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9187
Key:
Data
{'content': '<p>[use as adv. of neut. sing. of ὑπέρμορος fr. ὑπερ- 4 + μόρος. Also written ὑπὲρ μόρον.]</p>'}