Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
Ὑπερίων
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
ὑπερπέτομαι
ὑερράγη
ὑπέρσχῃ
View word page
ὑπερκαταβαίνω
[ὑπερ- 3 + κατα- 1.]
3 pl. aor. ὑπερκατέβησαν.
ShortDef
to get down over, get quite over
Debugging
Headword:
ὑπερκαταβαίνω
Headword (normalized):
ὑπερκαταβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερκαταβαινω
IDX:
9182
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9183
Key:
Data
{'content': '<p>[ὑπερ- 3 + κατα- 1.]</p> <p>3 pl. aor. ὑπερκατέβησαν.</p>'}