Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
Ὑπερίων
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
ὑπεροπλίζομαι
ὑπεροπλία
ὑπέροπλος
View word page
ὑπερικταίνομαι

[app. ὑπ-, ὑπο- 4 + an unknown ἐρικταίνομαι.]

ShortDef

went exceeding swiftly

Debugging

Headword:
ὑπερικταίνομαι
Headword (normalized):
ὑπερικταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υπερικταινομαι
IDX:
9179
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9180
Key:

Data

{'content': '<p>[app. ὑπ-, ὑπο- 4 + an unknown ἐρικταίνομαι.]</p>'}