Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀνιδρωτί
ἀνίη
ἀνίημι
ἀνιηρός
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνίστημι
ἀνίσχω
ἀνιχνέυω
ἀνιών
ἀννέομαι
ἀνοήμων
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
ἄνοστος
ἄνοστος
ἀνούτατος
ἀνουτητί
View word page
ἀννέομαι
[ἀν-, ἀνα- 1.]
Of the sun, to rise Od. 10.192.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀννέομαι
Headword (normalized):
ἀννέομαι
Headword (normalized/stripped):
αννεομαι
IDX:
917
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.918
Key:
Data
{'content': '<p>[ἀν-, ἀνα- 1.]</p> <p>Of the sun, to rise Od. 10.192.</p>'}