Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
Ὑπερίων
ὑπερκαταβαίνω
ὑπερκύδας
ὑπερμενέων
ὑπερμενής
ὑπέρμορον
View word page
ὑπέρθυμος

[ὑπερ- 5, ὑπερ- 6 + θυμός.]

ShortDef

high-spirited, high-minded, daring

Debugging

Headword:
ὑπέρθυμος
Headword (normalized):
ὑπέρθυμος
Headword (normalized/stripped):
υπερθυμος
IDX:
9176
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9177
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπερ- 5, ὑπερ- 6 + θυμός.]</p>'}