Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
Ὑπεριονίδης
View word page
ὑπερέχω

ὑπειρέχω

[ὑπερ- 1.]

3 sing. aor. ὑπερέσχε Il. 9.420, 687 : Od. 13.93.

3 sing. subj. ὑπέρσχῃ Il. 4.249 : Od. 14.184.

3 sing. aor. ὑπερέσχεθε Il. 11.735, Il. 24.374.

ShortDef

to hold sth over or above sth; to excel, outdo

Debugging

Headword:
ὑπερέχω
Headword (normalized):
ὑπερέχω
Headword (normalized/stripped):
υπερεχω
IDX:
9170
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9171
Key:

Data

{'content': '<p>ὑπειρέχω</p> <p>[ὑπερ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ὑπερέσχε Il. 9.420, 687 : Od. 13.93.</p> <p>3 sing. subj. ὑπέρσχῃ Il. 4.249 : Od. 14.184.</p> <p>3 sing. aor. ὑπερέσχεθε Il. 11.735, Il. 24.374.</p>'}