Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
ὑπερικταίνομαι
View word page
ὑπερέπτω
[ὑμ-, ὑπο- 1.]
To eat away from under.
With genit. ,
[ποταμὸς] κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il. 21.271.
ShortDef
to eat away from under
Debugging
Headword:
ὑπερέπτω
Headword (normalized):
ὑπερέπτω
Headword (normalized/stripped):
υπερεπτω
IDX:
9169
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9170
Key:
Data
{'content': '<p>[ὑμ-, ὑπο- 1.]</p> <p>To eat away from under.</p> <p>With genit. ,</p> <p>[ποταμὸς] κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il. 21.271.</p>'}