Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
ὑπερθύριον
ὑπερίημι
View word page
ύπερείπω

[ὑπ-, ὑπο- 4.]

3 sing. aor. ὑπήριπε.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ύπερείπω
Headword (normalized):
ύπερείπω
Headword (normalized/stripped):
υπερειπω
IDX:
9168
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9169
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπ-, ὑπο- 4.]</p> <p>3 sing. aor. ὑπήριπε.</p>'}