Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
ὑπέρθυμος
View word page
ὑπέρβιος

-ον

[ὑπερ- 6 + βίη.]

ShortDef

of overwhelming strength

Debugging

Headword:
ὑπέρβιος
Headword (normalized):
ὑπέρβιος
Headword (normalized/stripped):
υπερβιος
IDX:
9166
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9167
Key:

Data

{'content': '<p>-ον</p> <p>[ὑπερ- 6 + βίη.]</p>'}