Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
ὑπερθρῴσκω
View word page
ὑπέρβη
3 sing. aor. ὑπερβαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέρβη
Headword (normalized):
ὑπέρβη
Headword (normalized/stripped):
υπερβη
IDX:
9165
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9166
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὑπερβαίνω.</p>'}