Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
ὕπερθεν
View word page
ὑπερβασία
-ης, ἡ
[ὑπερβαίνω.]
ShortDef
a transgression of law, trespass
Debugging
Headword:
ὑπερβασία
Headword (normalized):
ὑπερβασία
Headword (normalized/stripped):
υπερβασια
IDX:
9164
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9165
Key:
Data
{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[ὑπερβαίνω.]</p>'}