Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
ὑπερηφανέω
View word page
ὑπερβάλλω

ὑπειρβάλλω

[ὑπερ- 3.]

Aor. ὑπειρέβαλον Il. 23.637.

3 sing. ὑπέρβαλε Il. 23.843, 847.

Infin. ὑπερβαλέειν Od. 11.597.

ShortDef

to throw over

Debugging

Headword:
ὑπερβάλλω
Headword (normalized):
ὑπερβάλλω
Headword (normalized/stripped):
υπερβαλλω
IDX:
9163
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9164
Key:

Data

{'content': '<p>ὑπειρβάλλω</p> <p>[ὑπερ- 3.]</p> <p>Aor. ὑπειρέβαλον Il. 23.637.</p> <p>3 sing. ὑπέρβαλε Il. 23.843, 847.</p> <p>Infin. ὑπερβαλέειν Od. 11.597.</p>'}