Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
ὑπερηνορέω
ὑπερήσει
View word page
ὑπερβαίνω

[ὑπερ- 3.]

3 sing. aor. ὑπέρβη Od. 8.80, Od. 16.41, Od. 17.30, Od. 23.88.

3 pl. ὑπέρβασαν Il. 12.469.

3 sing. subj. ὑπερβήῃ Il. 9.501.

ShortDef

to step over, mount, scale

Debugging

Headword:
ὑπερβαίνω
Headword (normalized):
ὑπερβαίνω
Headword (normalized/stripped):
υπερβαινω
IDX:
9162
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9163
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπερ- 3.]</p> <p>3 sing. aor. ὑπέρβη Od. 8.80, Od. 16.41, Od. 17.30, Od. 23.88.</p> <p>3 pl. ὑπέρβασαν Il. 12.469.</p> <p>3 sing. subj. ὑπερβήῃ Il. 9.501.</p>'}