Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπεμνήμυκε
ὑπέμνησε
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
ύπερείπω
ὑπερέπτω
ὑπερέχω
View word page
ὑπέρα

αἱ.

ShortDef

an upper rope

Debugging

Headword:
ὑπέρα
Headword (normalized):
ὑπέρα
Headword (normalized/stripped):
υπερα
IDX:
9160
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9161
Key:

Data

{'content': '<p>αἱ.</p>'}