Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπέλυντο
ὑπέμεινα
ὑπεμνάασθε
ὑπεμνήμυκε
ὑπέμνησε
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
ὑπερβαίνω
ὑπερβάλλω
ὑπερβασία
ὑπέρβη
ὑπέρβιος
ὑπερδεής
View word page
ὑπεξέφυγε
3 sing. aor. ὑπεκφεύγω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπεξέφυγε
Headword (normalized):
ὑπεξέφυγε
Headword (normalized/stripped):
υπεξεφυγε
IDX:
9157
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9158
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὑπεκφεύγω.</p>'}