Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρύφθη
ὑπεκσαόω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπέλθῃ
ὑπέλυντο
ὑπέμεινα
ὑπεμνάασθε
ὑπεμνήμυκε
ὑπέμνησε
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
ὑπεράλλομαι
View word page
ὑπέμνησε
3 sing. aor. ὑπομιμνήσκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέμνησε
Headword (normalized):
ὑπέμνησε
Headword (normalized/stripped):
υπεμνησε
IDX:
9151
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9152
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὑπομιμνήσκω.</p>'}