Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρύφθη
ὑπεκσαόω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπέλθῃ
ὑπέλυντο
ὑπέμεινα
ὑπεμνάασθε
ὑπεμνήμυκε
ὑπέμνησε
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
ὑπεξέφυγε
ὑπέρ
ὑπεραής
ὑπέρα
View word page
ὑπεμνήμυκε

ὑπομνήμυκε

App. for ὑπεμήμυκε,

3 sing. pf. ὑπημύω, fr. ὑπ-, ὑπο- 4 + ἠμύω.

ShortDef

he hangs down his head, stands with head hung down

Debugging

Headword:
ὑπεμνήμυκε
Headword (normalized):
ὑπεμνήμυκε
Headword (normalized/stripped):
υπεμνημυκε
IDX:
9150
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9151
Key:

Data

{'content': '<p>ὑπομνήμυκε</p> <p>App. for ὑπεμήμυκε,</p> <p>3 sing. pf. ὑπημύω, fr. ὑπ-, ὑπο- 4 + ἠμύω.</p>'}