Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρύφθη
ὑπεκσαόω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπέλθῃ
ὑπέλυντο
ὑπέμεινα
ὑπεμνάασθε
ὑπεμνήμυκε
ὑπέμνησε
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
ὑπεξαλέομαι
ὑπεξαναδύνω
ὑπεξεσάωσε
View word page
ὑπέλθῃ
3 sing. aor. subj. ὑπέρχομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέλθῃ
Headword (normalized):
ὑπέλθῃ
Headword (normalized/stripped):
υπελθη
IDX:
9146
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9147
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. subj. ὑπέρχομαι.</p>'}