Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρύφθη
ὑπεκσαόω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπέλθῃ
ὑπέλυντο
ὑπέμεινα
ὑπεμνάασθε
ὑπεμνήμυκε
ὑπέμνησε
ὑπένερθε
ὑπεξάγω
View word page
ὑπεκσαόω

[ὑπ-, ὑπο- 3 + ἐκ- 1.]

3 sing. aor. ὑπεξεσάωσε.

ShortDef

save from under, rescue

Debugging

Headword:
ὑπεκσαόω
Headword (normalized):
ὑπεκσαόω
Headword (normalized/stripped):
υπεκσαοω
IDX:
9143
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9144
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπ-, ὑπο- 3 + ἐκ- 1.]</p> <p>3 sing. aor. ὑπεξεσάωσε.</p>'}