Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ἀνθρακιή
ἄνθρωπος
ἀντ͂άζω
ἀνιάω
ἀνιδρωτί
ἀνίη
ἀνίημι
ἀνιηρός
ἀνιπτόπους
ἄνιπτος
ἀνίστημι
ἀνίσχω
ἀνιχνέυω
ἀνιών
ἀννέομαι
ἀνοήμων
ἀνόλεθρος
ἄνοος
ἀνοπαῖα
ἀνορούω
ἀνόστιμος
View word page
ἀνίστημι

[ἀν-, ἀνα- 1.]

ShortDef

to make to stand up, raise up

Debugging

Headword:
ἀνίστημι
Headword (normalized):
ἀνίστημι
Headword (normalized/stripped):
ανιστημι
IDX:
913
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.914
Key:

Data

{'content': '<p>[ἀν-, ἀνα- 1.]</p>'}