ὑπεκπροθέω
[ὑπ-, ὑπο- 3 + ἐκ- 1 + προ- 1.]
To run forward out from among, outstrip : Ἄτη πάσας πολλὸν ὑπεκπροθέει Il. 9.506.
Absol.: τὸν διώκετο τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα (keeping ever a little in front) Il. 21.604: τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκετο (running forward out of the ruck) Od. 8.125.