Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑπεδύσετο
ὑπεθερμάνθη
ὕπειμι
ὑπείξομαι
ὑπείρ
ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρύφθη
ὑπεκσαόω
ὑπεκφέρω
ὑπεκφεύγω
ὑπέλθῃ
ὑπέλυντο
ὑπέμεινα
View word page
ὑπεκπροθέω

[ὑπ-, ὑπο- 3 + ἐκ- 1 + προ- 1.]

To run forward out from among, outstrip : Ἄτη πάσας πολλὸν ὑπεκπροθέει Il. 9.506.

Absol.: τὸν διώκετο τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα (keeping ever a little in front) Il. 21.604: τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκετο (running forward out of the ruck) Od. 8.125.

ShortDef

to run forth from under, outstrip

Debugging

Headword:
ὑπεκπροθέω
Headword (normalized):
ὑπεκπροθέω
Headword (normalized/stripped):
υπεκπροθεω
IDX:
9138
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9139
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπ-, ὑπο- 3 + ἐκ- 1 + προ- 1.]</p> <p>To run forward out from among, outstrip : Ἄτη πάσας πολλὸν ὑπεκπροθέει Il. 9.506.</p> <p>Absol.: τὸν διώκετο τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα (keeping ever a little in front) Il. 21.604: τόσσον ὑπεκπροθέων λαοὺς ἵκετο (running forward out of the ruck) Od. 8.125.</p>'}