Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπέδεκτο
ὑπεδέξατο
ὑπέδραμε
ὑπέδυ
ὑπεδύσετο
ὑπεθερμάνθη
ὕπειμι
ὑπείξομαι
ὑπείρ
ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
ὑπεκρύφθη
ὑπεκσαόω
ὑπεκφέρω
View word page
ὑπειρέχω
See ὑπερέχω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπειρέχω
Headword (normalized):
ὑπειρέχω
Headword (normalized/stripped):
υπειρεχω
IDX:
9134
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9135
Key:
Data
{'content': '<p>See ὑπερέχω.</p>'}