Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπέασι
ὑπεδείδισαν
ὑπέδεισαν
ὑπέδεκτο
ὑπεδέξατο
ὑπέδραμε
ὑπέδυ
ὑπεδύσετο
ὑπεθερμάνθη
ὕπειμι
ὑπείξομαι
ὑπείρ
ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
ὑπεκπροφεύγω
View word page
ὑπείξομαι
fut. ὑποείκω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπείξομαι
Headword (normalized):
ὑπείξομαι
Headword (normalized/stripped):
υπειξομαι
IDX:
9131
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9132
Key:
Data
{'content': '<p>fut. ὑποείκω.</p>'}