Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὕπατος
ὑπέασι
ὑπεδείδισαν
ὑπέδεισαν
ὑπέδεκτο
ὑπεδέξατο
ὑπέδραμε
ὑπέδυ
ὑπεδύσετο
ὑπεθερμάνθη
ὕπειμι
ὑπείξομαι
ὑπείρ
ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
ὑπεκπρορέω
View word page
ὕπειμι

[ὑπ-, ὑπο- 4 + εἰμί.]

3 pl. pres. ὑπέσι Il. 9.204.

3 pl. impf. ὑπῆσαν Il. 11.681.

To be under.

With dat. : ἐμῷ μελάθρῳ Il. 9.204, πολλῇσιν [ἵπποισι] πῶλοι ὑπῆσαν (many had sucking foals) Il. 11.681.

ShortDef

be under
go by stealth, sneak up on, insinuate

Debugging

Headword:
ὕπειμι
Headword (normalized):
ὕπειμι
Headword (normalized/stripped):
υπειμι
IDX:
9130
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9131
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑπ-, ὑπο- 4 + εἰμί.]</p> <p>3 pl. pres. ὑπέσι Il. 9.204.</p> <p>3 pl. impf. ὑπῆσαν Il. 11.681.</p> <p>To be under.</p> <p>With dat. : ἐμῷ μελάθρῳ Il. 9.204, πολλῇσιν [ἵπποισι] πῶλοι ὑπῆσαν (many had sucking foals) Il. 11.681.</p>'}