Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπασπίδιος
ὕπατος
ὑπέασι
ὑπεδείδισαν
ὑπέδεισαν
ὑπέδεκτο
ὑπεδέξατο
ὑπέδραμε
ὑπέδυ
ὑπεδύσετο
ὑπεθερμάνθη
ὕπειμι
ὑπείξομαι
ὑπείρ
ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
ὑπείροχος
ὑπέκ
ὑπεκλίνθη
ὑπεκπροθέω
ὑπεκπρολύω
View word page
ὑπεθερμάνθη
3 sing. aor. pass. ὑποθερμαίνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπεθερμάνθη
Headword (normalized):
ὑπεθερμάνθη
Headword (normalized/stripped):
υπεθερμανθη
IDX:
9129
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9130
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. pass. ὑποθερμαίνω.</p>'}