Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαντιάω
ὕπαρ
ὑπάρχω
ὑπασπίδιος
ὕπατος
ὑπέασι
ὑπεδείδισαν
ὑπέδεισαν
ὑπέδεκτο
ὑπεδέξατο
ὑπέδραμε
ὑπέδυ
ὑπεδύσετο
ὑπεθερμάνθη
ὕπειμι
ὑπείξομαι
ὑπείρ
ὑμειρέβαλον
ὑπειρέχω
View word page
ὑπέδεκτο
3 sing. aor. ὑποδέχομαι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπέδεκτο
Headword (normalized):
ὑπέδεκτο
Headword (normalized/stripped):
υπεδεκτο
IDX:
9124
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9125
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. ὑποδέχομαι.</p>'}