Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ὑπάγω
ὑπαί
ὕπαιθα
ὑπαΐσσω
ὑπακούω
ὑπαλέομαι
ὑπάλυξις
ὑπαλύσκω
ὑπαντιάω
ὕπαρ
ὑπάρχω
ὑπασπίδιος
ὕπατος
ὑπέασι
ὑπεδείδισαν
ὑπέδεισαν
ὑπέδεκτο
ὑπεδέξατο
ὑπέδραμε
ὑπέδυ
ὑπεδύσετο
View word page
ὑπάρχω
[ὑπ-, ὑπο- 12.]
3 sing. aor. subj. ὑπάρξῃ.
ShortDef
to begin; to exist
Debugging
Headword:
ὑπάρχω
Headword (normalized):
ὑπάρχω
Headword (normalized/stripped):
υπαρχω
IDX:
9118
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9119
Key:
Data
{'content': '<p>[ὑπ-, ὑπο- 12.]</p> <p>3 sing. aor. subj. ὑπάρξῃ.</p>'}