Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὕδωρ
ὑετός
υἱός
υἱωνός
ὑλαγμός
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλάω
ὕλη
ὑλήεις
ὑλοτόμος
ὑμεῖς
ὑμέναιος
ὑμέτερόνδε
ὑμέτερος
ὔμμες
ὕμνος
ὑμός
ὑπάγω
ὑπαί
ὕπαιθα
View word page
ὑλοτόμος

[ὕλη + τομ-, τάμνω.]

ShortDef

cutting wood, (n) a woodcutter

Debugging

Headword:
ὑλοτόμος
Headword (normalized):
ὑλοτόμος
Headword (normalized/stripped):
υλοτομος
IDX:
9100
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9101
Key:

Data

{'content': '<p>[ὕλη + τομ-, τάμνω.]</p>'}