Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
ἀγλαός
ἀγνοέω
ἁγνός
ἄγνυμι
ἀγνώς
ἀγνώσασκε
ἄγνωστος
ἀγξηραίνω
ἄγονος
ἀγοράομαι
ἀγορεύω
ἀγορά
ἀγορῆθεν
ἀγορήνδε
ἀγορητής
ἀγορητύς
ἀγός
ἀγοστός
ἄγραυλος
ἀγρέω
ἄγρα
View word page
ἀγορεύω
[as ἀγοράομαι.]
(ἐξ-.)
ShortDef
to speak in the assembly, harangue, speak
Debugging
Headword:
ἀγορεύω
Headword (normalized):
ἀγορεύω
Headword (normalized/stripped):
αγορευω
IDX:
90
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.91
Key:
Data
{'content': '<p>[as ἀγοράομαι.]</p> <p>(ἐξ-.)</p>'}