Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
ὕδωρ
ὑετός
υἱός
υἱωνός
ὑλαγμός
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλάω
ὕλη
ὑλήεις
ὑλοτόμος
ὑμεῖς
ὑμέναιος
ὑμέτερόνδε
ὑμέτερος
ὔμμες
View word page
ὑλακόμωρος

[ὑλακ- as in ὑλαγμός. Cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος.]

App., delighting in barking or baying.

Epithet of dogs Od. 14.29, Od. 16.4.

ShortDef

always barking, still howling

Debugging

Headword:
ὑλακόμωρος
Headword (normalized):
ὑλακόμωρος
Headword (normalized/stripped):
υλακομωρος
IDX:
9095
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9096
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑλακ- as in ὑλαγμός. Cf. ἐγχεσίμωρος, ἰόμωρος.]</p> <p>App., delighting in barking or baying.</p> <p>Epithet of dogs Od. 14.29, Od. 16.4.</p>'}