Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑδατοτρεφής
ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
ὕδωρ
ὑετός
υἱός
υἱωνός
ὑλαγμός
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλάω
ὕλη
ὑλήεις
ὑλοτόμος
ὑμεῖς
ὑμέναιος
ὑμέτερόνδε
ὑμέτερος
View word page
ὑλαγμός

-οῦ, ὁ

[ὑλακ- as in ὑλακτέω.]

ShortDef

a barking, baying

Debugging

Headword:
ὑλαγμός
Headword (normalized):
ὑλαγμός
Headword (normalized/stripped):
υλαγμος
IDX:
9094
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9095
Key:

Data

{'content': '<p>-οῦ, ὁ</p> <p>[ὑλακ- as in ὑλακτέω.]</p>'}