Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
ὑγιής
ὑγρός
ὑδατοτρεφής
ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
ὕδωρ
ὑετός
υἱός
υἱωνός
ὑλαγμός
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλάω
ὕλη
View word page
ὑδρηναμένη

nom. sing. fem. aor. pple. mid. ὑδραίνω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑδρηναμένη
Headword (normalized):
ὑδρηναμένη
Headword (normalized/stripped):
υδρηναμενη
IDX:
9088
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9089
Key:

Data

{'content': '<p>nom. sing. fem. aor. pple. mid. ὑδραίνω.</p>'}