Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
ὑγιής
ὑγρός
ὑδατοτρεφής
ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
ὕδωρ
ὑετός
υἱός
υἱωνός
ὑλαγμός
ὑλακόμωρος
ὑλακτέω
ὑλάω
View word page
ὑδρηλός

[ὕδωρ.]

ShortDef

watery, wet

Debugging

Headword:
ὑδρηλός
Headword (normalized):
ὑδρηλός
Headword (normalized/stripped):
υδρηλος
IDX:
9087
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9088
Key:

Data

{'content': '<p>[ὕδωρ.]</p>'}