Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
ὑγιής
ὑγρός
ὑδατοτρεφής
ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
ὕδωρ
ὑετός
υἱός
υἱωνός
ὑλαγμός
ὑλακόμωρος
View word page
ὑδραίνω

[ὕδωρ.]

Nom. sing. fem. aor. pple. mid. ὑδρηναμένη.

ShortDef

to water

Debugging

Headword:
ὑδραίνω
Headword (normalized):
ὑδραίνω
Headword (normalized/stripped):
υδραινω
IDX:
9085
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9086
Key:

Data

{'content': '<p>[ὕδωρ.]</p> <p>Nom. sing. fem. aor. pple. mid. ὑδρηναμένη.</p>'}