Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
ὑγιής
ὑγρός
ὑδατοτρεφής
ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
ὕδωρ
ὑετός
View word page
ὑβριστής

[ὑβρίζω.]

ShortDef

a violent, overbearing person, a wanton, insolent man

Debugging

Headword:
ὑβριστής
Headword (normalized):
ὑβριστής
Headword (normalized/stripped):
υβριστης
IDX:
9081
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9082
Key:

Data

{'content': '<p>[ὑβρίζω.]</p>'}