Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
ὑγιής
ὑγρός
ὑδατοτρεφής
ὑδραίνω
ὑδρεύω
ὑδρηλός
ὑδρηναμένη
ὕδρος
View word page
ὑβρίζω
[ὕβρις.]
(ἐφ-)
ShortDef
to wax wanton, run riot
Debugging
Headword:
ὑβρίζω
Headword (normalized):
ὑβρίζω
Headword (normalized/stripped):
υβριζω
IDX:
9079
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9080
Key:
Data
{'content': '<p>[ὕβρις.]</p> <p>(ἐφ-)</p>'}