Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
ὑγιής
ὑγρός
View word page
τύψε
3 sing. aor. τύπτω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τύψε
Headword (normalized):
τύψε
Headword (normalized/stripped):
τυψε
IDX:
9073
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9074
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τύπτω.</p>'}