Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
ὑβριστής
View word page
τύχε
3 sing. aor. τυγχάνω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τύχε
Headword (normalized):
τύχε
Headword (normalized/stripped):
τυχε
IDX:
9071
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9072
Key:
Data
{'content': '<p>3 sing. aor. τυγχάνω.</p>'}