Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
ὕβρις
View word page
τυφλός
Blind Il. 7.139.
ShortDef
blind
Debugging
Headword:
τυφλός
Headword (normalized):
τυφλός
Headword (normalized/stripped):
τυφλος
IDX:
9070
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9071
Key:
Data
{'content': '<p>Blind Il. 7.139.</p>'}