Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
ὑάκινθος
ὑββάλλω
ὑβρίζω
View word page
τυτθός
-όν. Little.
ShortDef
little, small
Debugging
Headword:
τυτθός
Headword (normalized):
τυτθός
Headword (normalized/stripped):
τυτθος
IDX:
9069
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9070
Key:
Data
{'content': '<p>-όν. Little.</p>'}