Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cunliffe (Lex Entries)
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
τῶ
τώς
ὑακίνθινος
View word page
τυπή
-ῆς, ἡ
[τύπτω.]
ShortDef
a blow, wound
Debugging
Headword:
τυπή
Headword (normalized):
τυπή
Headword (normalized/stripped):
τυπη
IDX:
9066
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9067
Key:
Data
{'content': '<p>-ῆς, ἡ</p> <p>[τύπτω.]</p>'}