Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cunliffe (Lex Entries)

τρώγω
τρώκτης
τρωπάω
τρώσῃς
τρωτός
τρωχάω
τρώω
τυγχάνω
τυκτός
τύμβος
τυμβοχόη
τύνη
τυπείς
τυπή
τύπτω
τυρός
τυτθός
τυφλός
τύχε
τύχησε
τύψε
View word page
τυμβοχόη

-ης, ἡ

[τύμβος + χέω.]

ShortDef

the throwing up a cairn

Debugging

Headword:
τυμβοχόη
Headword (normalized):
τυμβοχόη
Headword (normalized/stripped):
τυμβοχοη
IDX:
9063
URN:
urn:cite2:exploreHomer:entries.atlas_v1:1.9064
Key:

Data

{'content': '<p>-ης, ἡ</p> <p>[τύμβος + χέω.]</p>'}